- προταθεῖσα
- προτείνωstretch out beforeaor part pass fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προταθείσας — προταθείσᾱς , προτείνω stretch out before aor part pass fem acc pl προταθείσᾱς , προτείνω stretch out before aor part pass fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστάνω — και βλασταίνω και βλαστίζω (AM βλαστάνω, Α και βλαστώ, άω και βλαστώ, έω και βλαστώ, όω) 1. αποκτώ βλαστούς, πετάω βλαστάρια 2. γεννιέμαι 3. φυτρώνω, εμφανίζομαι αρχ. κάνω να βλαστήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Από το θ. του αορ. έβλαστον,… … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… … Dictionary of Greek